κατατόπιον

κατατόπιον
κατά-τοπέω
imperf ind act 3rd pl (doric)
κατά-τοπέω
imperf ind act 1st sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατατόπιον — κατατόπιον, τὸ (Μ) βλ. κατατόπι …   Dictionary of Greek

  • κατατόπι — το (Μ κατατόπι και κατατόπιον) νεοελλ. 1. συν. στον πληθ. τα κατατόπια οι λεπτομέρειες μιας τοποθεσίας, οι κρυφές θέσεις μιας περιοχής («ξέρει τα κατατόπια τής παλιάς πόλης») 2. τόπος διαμονής, κρησφύγετο («πολλά κατατόπια τής κλεφτουριάς ήταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”